- πτύελα
- πτύελονsputumneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νομισματοειδής — ές 1. αυτός που μοιάζει με νόμισμα 2. φρ. «νομισματοειδή πτύελα» ιατρ. δισκοειδή συμπαγή πτύελα που παρατηρούνται σε σπηλαιώδεις πνευμονικές φυματιώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμισμα, ατος + ειδής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν… … Dictionary of Greek
έμφραγμα — Νέκρωση ενός ιστού που οφείλεται σε διακοπή ή ελάττωση της αρτηριακής αιμάτωσής του. Το αίτιο συνίσταται στην απόφραξη μιας αρτηρίας από θρόμβωση, εμβολή ή κοκκιωματώδη επεξεργασία των τοιχωμάτων της. Το έ. επέρχεται όταν η αρτηρία που έχει… … Dictionary of Greek
εκχρέμπτομαι — ἐκχρέμπτομαι (Α) με απόχρεμψη* βγάζω πτύελα ή φλέγματα, αποπτύω, αποχρέμπτομαι … Dictionary of Greek
παραγονιμίαση — (Ιατρ.). Ελμινθίαση που προσβάλλει τα σαρκοβόρα ζώα, τους χοίρους και τον άνθρωπο, κυρίως στους πνεύμονες. Η μόλυνση αυτή, που απαντάται στην Κίνα, στην Κορέα και στην Ιαπωνία, οφείλεται στον τρηματώδη σκώληκα paragonimus ringeri, ο οποίος… … Dictionary of Greek
πτυαλώδης — και πτυελώδης, ῶδες, Α [πτύαλον] 1. αυτός που μοιάζει στη σύσταση με το πτύελο 2. αυτός που έχει άφθονα εκκρίμματα και πτύελα, σαλιάρης … Dictionary of Greek
υπέρυγρος — ον, Α [υγρός] (για τα πτύελα) υγρός σε μέγιστο βαθμό … Dictionary of Greek
βλαστομυκητίαση — Χρόνια αρρώστια του δέρματος και των εσωτερικών οργάνων των ζώων. Προκαλείται από έναν μικροσκοπικό ζυμομύκητα, τον βλαστομύκητα τον δερματικό. Το μικρόβιο αυτό βρίσκεται κυρίως στο έδαφος και συνήθως προσβάλλει τους σκύλους, αλλά αποτελεί και… … Dictionary of Greek
τετραδικός, -ή — ό 1. αυτός που σχετίζεται με τον αριθμό 4 ή την τετράδα ή αποτελείται από τέσσερις μονάδες: Τετραδικό σύστημα. 2. μικρόκοκκος κατά τετράδες στα πτύελα των φυματικών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)